Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Έξι ορόφους ψηλά...


Λίγη χιουμοριστική λογοτεχνία, μιας και το κλίμα στην Ευρώπη αλλάζει και ένα νέο κύμα αυτοκτονιών θα πλήξει τον νότο...

Υπόθεση: Ένας συγγραφέας γράφει μια ιστορία για έναν απελπισμένο τύπο που πάει να αυτοκτονήσει. Το κακό είναι πως ο τύπος δεν θέλει.

Δεν ήταν σίγουρος τι από τα δύο ήταν πιο ανακουφιστικό, το ότι ήταν πολύ ψηλά ή το ότι ήταν εντελώς μοναχικά.

Πολύ ψηλά γιατί από την ταράτσα της εξαόροφης πολυκατοικίας που βρισκόταν δεν υπήρχε περίπτωση να πηδήξει και να μην τα καταφέρει. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ήταν να κάνει βουτιά και αντί για αλοιφή να κατέληγε κανάς φύτουλας με καμιά εκατοστή επιπλέον γωνίες στα κόκαλα του.

Και εντελώς μοναχικά γιατί, εντάξει, τις τελευταίες του στιγμές δεν ήθελε να τον βλέπουν. Συνήθως την απελπισία μας έχουμε βίτσιο όχι μόνο να την λέμε αλλά και να παίρνουμε τα αυτιά των άλλων με δαύτη, κυρίως μήπως φιλοτιμηθεί κάποιος να μας βοηθήσει. Τώρα όμως που είχε πάρει την απόφαση του δεν είχε καμία όρεξη να την διαφημίσει. Μιλάμε για κατάντια και όχι αστεία. Άσε που μπορεί και να λιποψυχούσε αν τον έβλεπε κανείς. Αυτό, βέβαια, ήταν δύσκολο γιατί ήταν αποφασισμένος, αλλά σκέψου να άρχιζε κάποιος να του φωνάζει από την απέναντι ταράτσα ΄Στάσου, τι πας να κάνεις;’ ή ‘Στάσου, αμύγδαλα!’ ή να ειδοποιούσε άρον άρον καμιά πυροσβεστική. Ή, ακόμα χειρότερα, να έβγαζε κανά iphone και να τράβαγε σε βίντεο την πτώση! Θεός φυλάξει! Ε, όχι και να γίνει πρώτη μούρη στοutube! Μέχρι να προσγειωθεί στο πεζοδρόμιο το βίντεο θα είχε ανέβει στο ίντερνετ, θα το είχαν δει κάποιες εκατοντάδες και θα είχε μαζέψει και κάμποσα likes. Α πα πα. Μόλις θα γινόταν ένα με την Πατησίων ας το δημοσίευαν όσο θέλαν, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή η πτώση του θα ήταν ιδιωτική. Για αυτό και χαιρόταν που δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω σε αυτά τα ύψη. Μόνο αυτός και ο Θεός.

Είχε βέβαια λιακάδα και αυτό ήταν κακό. Οκτώβρης μήνας και στις έντεκα το πρωί ο ήλιος λαμποκοπούσε. Όταν πρόκειται να φτάσεις στο τέλος σου, και ειδικά όταν πρόκειται να αυτοκτονήσεις, ε, δεν σου κάνει η λιακάδα. Θέλεις συννεφιές, θέλεις καταιγίδες, θέλεις αστραπές και βροντές, βρε αδελφάκι! Αλλά σε αυτή την καταραμένη χώρα, ο ιδανικός καιρός –σύμφωνα και με τις επίσημες προγνώσεις της ΕΜΥ- κατάλληλη εποχή για αυτοκτονίες είναι γύρω στα Χριστούγεννα. Και αυτό με το ζόρι. Από την μία γιατί μπορεί να ξεχαστεί πάλι ο ήλιος και να αρχίσει τα δικά του και από την άλλη γιατί σε πιάνει και αυτό το βλαμμένο πνεύμα των γιορτών. Για αυτό και δεν υπάρχει κατάλληλη εποχή στην Ελλάδα για αυτοκτονίες. Ή το κάνεις την ώρα που σου έρχεται και αφήνεις τις αναβολές ή καλά σαράντα.

Ο Άρης αναστέναξε δυστυχισμένος και πρόσεξε πως περιμετρικά στην ταράτσα υπήρχαν κάγκελα ύψους λιγότερο από ένα μέτρο. Πες ένα μέτρο, μιας και ήταν γενναιόδωρος τέτοιες στιγμές. Αλλά ένα μέτρο κάγκελα για έξι ορόφους πολυκατοικία; Είμαστε σοβαροί; Θα μου πεις, πολεοδομία είναι αυτή, θα μπορούσε να βάλει και έξι μέτρα κάγκελα για πολυκατοικία ενός ορόφου. Δεν βαριέσαι.

Έκανε τα βήματα που χρειάζονταν και τα πλησίασε. Σταμάτησε ένα βήμα πριν από αυτά και πρόβαλε το κεφάλι του προσεκτικά για να κοιτάξει κάτω. Ο δρόμος ήταν μια μινιατούρα γεμάτη μικροσκοπικά αυτοκίνητα και ακόμα πιο μικροσκοπικά κεφάλια περαστικών. Ωραία. Δεν υπήρχε περίπτωση να την βγάλει καθαρή από τέτοια πτώση, αλλά θα έπρεπε να είναι προσεκτικός μην προσγειωθεί σε κανά κεφάλι. Δεν ήθελε να πάρει κι άλλους στο λαιμό του. Δεν γνώριζε αν υπήρχε συνείδηση στον άλλον κόσμο αλλά προτιμούσε να την έχει καθαρή. Εξάλλου, τι του φταίγαν οι άλλοι; Όχι, του φταίγαν, αλλά έμμεσα και ο καθένας με τον τρόπο του. Όλοι δεν φταίμε για την κατάντια και την παρακμή της κοινωνίας; Όπως και να ‘χει δεν ήθελε να πάρει κάποιον άλλον μαζί του. Μόλις θα βούταγε θα έβγαζε μια κραυγή φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε να κάνουν όλοι στην άκρη. Δεν είχε πατήσει ακόμα τα σαράντα του χρόνια και είχε φωνή καμπάνα. Δεν μπορεί, θα τον άκουγαν.

Έγειρε πίσω και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ώρα να ξεμπερδεύει με αυτό το αστείο. Κοίταξε μια τελευταία φορά κάτω, και μετά ξανάγειρε πίσω.

Μετά, έστριψε το κεφάλι του δεξιά και προς τα πάνω, και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.

«Ξέχνα το» μου είπε με μια φωνή που δεν ταίριαζε καθόλου με την περίσταση. Ήταν εκνευρισμένη και δεν σήκωνε αστεία. «Εγώ δεν πηδάω εκεί κάτω».

Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που μου ξέφυγε το στυλό και έκανα μια αδέξια γραμμή πάνω στο γραπτό μου. Σταμάτησα να κοιτάζω την σελίδα που έγραφα αυτήν την ιστορία και κοίταξα εμβρόντητος πάνω από το γραφείο μου. Τι κουφό ήταν αυτό;

Τίναξα το κεφάλι μου για να το καθαρίσω, πεταρίζοντας λίγο τα μάτια, και ξαναέσκυψα πάνω από το γραπτό μου. Ο Άρης βρισκόταν όπως προέβλεπε το σενάριο, ένα βήμα πριν από τα κάγκελα και κοιτώντας μπροστά του. Είχε το μελαγχολικό ύφος που έπρεπε να έχει κάποιος που θα μετρήσει έξι ορόφους από την εξωτερική μεριά του κτιρίου και χωρίς βοηθήματα. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και ένα πουκάμισο, είχε μισόκλειστα μάτια λόγω του ήλιου που ήταν κόντρα, και είχε ένα μαραζωμένο χαμόγελο, σαν να ήταν μόδιστρος που κρατούσε μια καρφίτσα ανάμεσα στα χείλια του.

Θα πρέπει να ήταν η φαντασία μου, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. 

Άρχισα πάλι να γράφω:

Τέρμα τα αστεία. Τέρμα οι χρονοτριβές. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ, σκέφτηκε ο Άρης σύμφωνα με το γνωστό τραγουδάκι και έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα πόδια του κόλλησαν στα κάγκελα και τα χέρια του τα κράτησαν, έτοιμος να τα σκαρφαλώσει. Στάθηκε για λίγο προσοχή, τραβώντας άλλη μια βαθιά εισπνοή και απολαμβάνοντας μια τελευταία δόση ζωής που δεν την μετρίαζαν τα καυσαέρια. Ήταν πολύ συγκινητική αυτή η τελευταία πόζα της ζωής του. Εντάξει, η προτελευταία.

Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.

Πλησίασα τον Άρη για να τον δω καλύτερα, και αυτό που είδα δεν είχε καμία –μα καμία- σχέση με αυτό που μόλις είχα περιγράψει. Ο Άρης στεκόταν μεν προσοχή αλλά το ύφος του ήταν πανικόβλητο. Οι παλάμες του δεν κρατούσαν τα κάγκελα με σκοπό να τα σκαρφαλώσει αλλά τα κρατούσε κόντρα για να μην πέσει. Τα χείλια του ήταν πάλι σφιγμένα αλλά αυτή τη φορά από την υπερπροσπάθεια που έκανε για να αντισταθεί στο σπρώξιμο. Μόλις κατάλαβε πως τον παρατηρούσα, μια τρυπούλα άνοιξε στα χείλια του και είπε:

«Ξέχνα το, μ@λ@κ@! Εγώ δεν πηδάω εκεί κάτω!»

Αυτή τη φορά τινάχτηκα από την έκπληξη. Και πώς να μην τιναχτείς όταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας σου έχει ζωντανέψει; Αυτό ήταν ανήκουστο.

Προσπάθησα να συγκεντρωθώ και να καταλάβω τι συμβαίνει, γιατί αυτό, πολύ απλά, δεν μπορούσε να συμβαίνει. Ήμουν πιο μπερδεμένος και από πελάτη σε δημόσια υπηρεσία. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ο Άρης κρατούσε τα κάγκελα με τόση δύναμη λες και προσπαθούσε να γυμνάσει τους δικέφαλους του. Και όχι μόνο δεν ήθελε να πέσει, όχι μόνο είχε μιλήσει λέγοντας άσχετα με το σενάριο πράγματα, αλλά με είχε βρίσει κιόλας. Που εγώ δεν χρησιμοποιώ ποτέ βωμολοχίες στα γραπτά μου. Αυτό κι αν ήταν απόδειξη ότι είχε αποκτήσει δική του βούληση!

«Μην βρίζεις» ήταν η πρώτη μου αντίδραση, ενστικτώδης, άκομψη και αμήχανη. Λογικό, έτσι που ήμουν ξαφνιασμένος.

«Τρελός είσαι;» μου είπε θυμωμένος και σε μάλλον έξαλλη κατάσταση. «Εδώ θες να με κάνεις κέτσαπ και θες να σου μιλήσω και ευγενικά;»

«Τουλάχιστον χρησιμοποίησε πιο αβρές λέξεις. Μας διαβάζει κόσμος».

«Και πώς θες να πω την λέξη ‘μ@λ@κ@’;»

«Πες ‘αυν@νίζοντα’».

«Μήπως θες να σε καλέσω και για απογευματινό τσάι για να το συζητήσουμε;» μου πέταξε.

Η ειρωνεία του με ενόχλησε πολύ. Ξεπέρασε ακόμα και την αμηχανία μου που τον είδα να ζωντανεύει και να κάνει του κεφαλιού του.

«Τι να συζητήσουμε;» του είπα. «Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε. Είσαι ένας χάρτινος ήρωας, πρωταγωνιστής μιας ιστορίας που πρόκειται να αυτοκτονήσεις. Δεν υπάρχεις καν στην πραγματικότητα».

«Στον δικό σου κόσμο μπορεί να μην υπάρχω αλλά στον δικό μου κόσμο είμαι μια χαρά ζωντανός! Τουλάχιστον μέχρι να με κάνεις αλεξιπτωτιστή χωρίς αλεξίπτωτο!»

«Αυτό δεν σημαίνει πως υπάρχεις. Ακόμα και ο δικός σου κόσμος ψεύτικος είναι, εγώ τον έφτιαξα, σήμερα το πρωί».

«Ωραίο κόσμο έφτιαξες, ρε!»

«Δεν τον έφτιαξα σύμφωνα με τα ιδανικά μου, εντάξει; Σύμφωνα με την πραγματικότητα τον έφτιαξα».

«Και δεν μπορούσες να βάλεις λίγη φαντασία; Έπρεπε να με κάνεις απελπισμένο και έτοιμο να αυτοκτονήσω; Μ@λ@κ@! Ε, μ@λ@κ@!»

Αυτό πήγαινε πολύ. Μπορεί ο τύπος να είχε ζωντανέψει αλλά το θράσος του δεν είχε όρια. Οι βρισιές του με πρόσβαλαν τόσο πολύ που, ακόμα κι αν είχα διάθεση να το συζητήσουμε το θέμα, δεν υπήρχε περίπτωση πλέον να την γλιτώσει.

Άρχισα ξανά το γράψιμο:

Ο Άρης, μετά από έναν τελευταίο δισταγμό, ένα τελευταίο ίχνος απέλπιδας σκέψης να κρατηθεί σε έναν απαράδεκτο κόσμο, πήρε τελικά την απόφαση του και έκανε το τελευταίο του βήμα. Σκαρφάλωσε τα κάγκελα, στάθηκε στο πεζούλι, έμεινε για λίγο όρθιος ατενίζοντας τον ορίζοντα, και με έναν τελευταίο σιωπηλό αποχαιρετισμό στην κοινωνία βούτηξε στο κενό.

Η ταράτσα έχασε και το τελευταίο άτομο που έδινε ανθρώπινη παρουσία σε αυτή την μοναχικότητα. Απέμεινε έρημη, γυμνή, που αν το καλοσκεφτόσουν δεν είχε και σπουδαία διαφορά με τον κόσμο του ισογείου. Πάνω και κάτω κόσμος είχαν τα ίδια χάλια, αν και η βουβή ταράτσα θα είχε για πάντα χαραγμένη την μαρτυρία ενός ανθρώπου που είχε πηδήξει στο κενό και…

…και είχε αρπαχτεί από τα κάγκελα.

Ε, δεν ήταν δυνατόν.

Κρατιόταν με τις παλάμες του από το κάτω κάγκελο ενώ τα πόδια του κρεμόντουσαν στον αέρα. Το πρόσωπο του είχε κοκκινήσει από την προσπάθεια να ανέβει λίγα εκατοστά πιο πάνω, με μια πεισματάρικη έκφραση. Τα παπούτσια του έψαχναν κάπου να πατήσουν. Μετά από λίγο τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από το κάγκελο και δέθηκε ακόμα περισσότερο μαζί τους.

«Τι κάνεις;» του φώναξα μισοξαφνιασμένος-μισοεκνευρισμένος.

«Τι θες να κάνω; Κρατιέμαι να μην πέσω! Σου είπα, εγώ εκεί κάτω δεν πηδάω! ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΩ!»

Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο πεζοδρόμιο στον πάτο και ύστερα έστριψε απεγνωσμένα το βλέμμα του ψηλά για να μην βλέπει.

«Τι πάει να πει δεν θέλεις να αυτοκτονήσεις;» είπα εγώ. «Φυσικά και θέλεις να αυτοκτονήσεις!»

«Δεν θέλω, λέμε!»

«Άρη, σοβαρέψου, έχεις καταστραφεί οικονομικά. Σε πνίγουν τα χρέη. Η επιχείρηση σου χρεοκόπησε».

«Ε, και;»

«Το σπίτι σου το πήρε η τράπεζα!»

«Θα μείνω με τους γονείς μου».

«Ο πατέρας σου παίρνει πεντακόσια ευρώ σύνταξη, τι θα τρώτε;»

«Θα φυτέψω λαχανικά σε γλάστρες».

«Χρωστάς και στην εφορία, το ξέχασες;»

«Ξέρεις κανέναν που να μην της χρωστά;»

«Το αυτοκίνητο σου δεν έχει σήμα, ασφάλεια, λάστιχα! Χρειάζεται σέρβις!»

«Και τα πόδια τι τα έχουμε;»

«Και η γυναίκα σου; Η γυναίκα σου που σε παράτησε;»

«Ποιος την απαυτώνει, μωρέ, τη σκρόφα!»

Την λέξη ‘απαυτώνει’ ίσα που πρόλαβα να την γράψω γιατί πήγε να χρησιμοποιήσει άλλη, πολύ χειρότερη. Για την λέξη ‘σκρόφα’ δεν πρόλαβα να κάνω και πολλά.

«Άρη, ας σοβαρευτούμε λίγο» του είπα. «Δεν είναι πράγματα αυτά».

«Εντάξει, εντάξει» έκανε αυτός μειώνοντας την επιθετικότητα του και προσπαθώντας να γίνει πιο φιλικός. Έριξε άλλη μια ματιά κάτω αλλά το μετάνιωσε αμέσως. «Παραδέχομαι πως κάναμε κακή αρχή οι δυο μας. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Και σου υπόσχομαι πως δεν θα ξαναβρίσω».

«Ωραία. Αλλά πρέπει να καταλάβεις πως είσαι ένας ήρωας σε μία ιστορία, ένας απελπισμένος ήρωας, που έχει πάρει απόφαση να αυτοκτονήσει. Μην με δυσκολεύεις».

«Σου είπα! Δεν είμαι ψεύτικος! Τουλάχιστον όχι στον δικό μου κόσμο! Πόσο αυνανίζοντας είσαι; Γιατί θέλεις ντε και καλά να αυτοκτονήσω;»

«Γιατί είσαι απελπισμένος! Και δεν έχεις λύσεις! Και γιατί αυτή ιστορία προσπαθεί περάσει ένα κοινωνικό μήνυμα!»

«Να ξεχαρβαλωθώ στον κόσμο μου, δηλαδή, για να περάσεις εσύ ένα κοινωνικό μήνυμα στον δικό σου;»

«Έτσι γίνεται συνήθως με τους συγγραφείς».

«Δεν σφάξανε!»

Α, αυτός δεν έπαιρνε από λόγια. Άλλαξα επιχειρηματολογία σε μια προσπάθεια να τον λογικέψω.

«Άρη, δεν έχει νόημα να αντιστέκεσαι. Είμαι ο συγγραφέας σου. Κάτι σαν ο Θεός σου, δηλαδή. Μπορώ να σε ρίξω κάτω με χίλιους δυο τρόπους, ακόμα και απίστευτους. Μπορώ να φέρω ακόμα κι ένα περιστέρι, αν θέλω, και να το βάλω να σου τσιμπά τα χέρια για να αφήσεις το κάγκελο».

«Δεν το αφήνω με καμία Παναγία!» έκανε ο Άρης και προσπάθησε να κρύψει τις παλάμες του μέσα στα τυλιγμένα μπράτσα του. «Έτσι που τα έχω δεν λύνονται με τίποτα!»

«Σιγά τα λάχανα. Μπορώ να βάλω το περιστέρι να σου τσιμπά τον πισινό με τόση δύναμη που να αναγκαστείς να αφήσεις τα κάγκελα και να πιάσεις αυτόν».

«Α, ωραία ιστορία θα γράψεις! Απελπισμένος επιχειρηματίας πεθαίνει γιατί τον τσίμπησε περιστέρι στον κώλο!»

Ε, αυτό πήγαινε πολύ. Με έβγαλε από τα ρούχα μου με την αθυροστομία του.

Πήρα πάλι να γράφω, άλλα όσο κι αν προσπαθούσα με την πένα μου να γράψω πειστικά πως το κάγκελο άρχισε να λυγίζει και να ξεκολλά από τις βάσεις του με ένα ελαφρύ τρίξιμο, δεν τα κατάφερνα. Γιατί σε όλο αυτό το διάστημα πεταγόταν ο Άρης, που μία με παρακαλούσε και μία μπινελίκωνε, κάνοντας την ιστορία μου χειμαδιό. Με νευρίασε τόσο πολύ που, πραγματικά, δεν αισθάνθηκα καθόλου τύψεις όταν ξεκόλλησα τελείως το κάγκελο και το έριξα στο κενό, παρασύροντας μαζί του και τον Άρη.

Στάθηκα για λίγο να ακούσω το μεταλλικό κρότο του κάγκελου, που χτύπησε στο πεζοδρόμιο μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Αλλά πριν προσθέσω μία λογοτεχνική παράγραφο για την σκληρότητας της ζωής και για τον άδικο χαμό του Άρη, έπρεπε να βεβαιωθώ ότι είχε καταλήξει όπως έπρεπε.

Έσκυψα πάνω από την πολυκατοικία για να δω καλύτερα. Υποθέτω πως το πρόσωπο μου θα έπρεπε να καλύπτει ένα τεράστιο μέρους του ουρανού εκείνου του κόσμου, αλλά φρόντισα να μην με βλέπουν τα δημιουργήματα μου γιατί θα φρίκαραν τελείως. Και μόλις κοίταξα καλύτερα, τι να δω; Ο Άρης είχε αρπαχτεί από ένα κοντάρι με ελληνική σημαία που πρόβαλε έναν όροφο πιο κάτω.

Κούνησα το κεφάλι μου τρελαμένος. Τι ήταν αυτός, επιτέλους; Σκότωνα άνθρωπο εκείνη τη στιγμή με την ξεροκεφαλιά του. Δεν ήθελε να πεθάνει με τίποτα. 

Θα μου πείτε, βέβαια, ‘τι δουλειά έχει, ρε φίλε, ένα κοντάρι με ελληνική σημαία στην πολυκατοικία;’ Λάθος μου. Την είχα θεωρήσει έναν ωραίο συμβολισμό, γι’ αυτό την είχα βάλει εκεί. Όλη η τραγικότητα της ιστορίας κάτω από την ελληνική σημαία. Καλός συμβολισμός. Που να φανταστώ πως θα αρπαζόταν από το κοντάρι της ο ήρωας μου;

Ξανακούνησα το κεφάλι μου, εντελώς εκνευρισμένος. «Τι θα γίνει, ρε αδελφάκι;» του είπα. «Θα μου σπάσεις τα αχαμνά;»

«Τα δικά σου ή τα δικά μου;» μου απάντησε εκείνος με μια πονεμένη και ψιλή φωνή. Είχε πέσει μπρούμητα πάνω στο κοντάρι και είχε μείνει έτσι, με χέρια και πόδια τυλιγμένα γύρω του. Το κοντάρι ήταν στημένο λοξά, αλλά με τον Άρη ξαπλωμένο επάνω του είχε γύρει σχεδόν οριζόντια από το βάρος.

Ο Άρης δεν τα κατάφερε πάντως να παραμείνει μπρούμυτα. Άρχισε να γέρνει, και κατέληξε να κρέμεται οριζόντια κάτω από το κοντάρι. Τα άκρα του το είχαν σφιχταγκαλιάσει σαν να ήταν ο εφηβικός του έρωτας.

«Τι θέλεις, επιτέλους;» διαμαρτυρήθηκα έξαλλος. «Γιατί αντιστέκεσαι; Γιατί δεν κάνεις αυτό που σου λένε για να ξεμπερδεύουμε; Έχω στηρίξει όλη την πλοκή του έργου πάνω σε αυτήν την αυτοκτονία! Πήδα και μην ανησυχείς, θα φροντίσω να μην πονέσεις καθόλου! Και δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα! Η αυτοκτονία σου είναι μόνο η αρχή! Μετά από αυτήν θα συμβούν θαυμάσια πράγματα!»

«Σοβαρά; Σε ποιον;» μου σφύριξε γεμάτος δηλητήριο. «Βρε άντε παράτα μας!»

Για άλλη μια φορά κούνησα το κεφάλι μου. «Βρε αγόρι μου, γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλος;»

«Εγώ είμαι ξεροκέφαλος; Την μανούλα μου δεν την σκέφτεσαι ρε; Την ζωούλα μου; Τον πατερούλη μου; Βρε άντε στο διάολο!»

Πριν πω οτιδήποτε που θα το μετάνιωνα μετά, έκλεισα το στόμα μου και έφερα τα χέρια μου στην μέση μου. Τον κοίταξα έντονα, τον αυθάδη.

Ο Άρης άφησε για λίγο το κοντάρι για να διώξει νευριασμένος την σημαία που του ήρθε στα μούτρα. Μετά ξανακρατήθηκε από αυτό και με κοίταξε. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές.

«Γιατί δεν μου δίνεις ένα άλλο τέλος;» μου είπε με τα ίδια νεύρα που είχε διώξει τη σημαία.

«Τι άλλο τέλος να σου δώσω; Αυτή είναι η ιστορία. Αυτό είναι το μήνυμα της».

«Να το χέσω!»

«Θα σταματήσεις να βρίζεις;»

«Μα τι τέλος είναι αυτό που θέλεις να μου δώσεις; Τι σόι σκατά Θεός είσαι;»

«Εγώ φταίω, μωρέ, για το τέλος σου;»

«Και ποιος φταίει;»

«Η οικονομική κρίση, οι πολιτικοί, η διαφθορά, όλα, ξέρω γω;»

«Και γιατί δεν τα αλλάζεις; Θεός είσαι!»

«Θεός είμαι στον δικό σου κόσμο, όχι στον δικό μου! Μην με τσιτώνεις άλλο! Στον δικό μου κόσμο τα ίδια προβλήματα τραβάμε! Και εμείς οι συγγραφείς χρησιμοποιούμε τον δικό σας κόσμο μπας και αλλάξουμε με αυτόν τον τρόπο τον δικό μας, εντάξει;»

«Εντάξει, εντάξει, μην θυμώνεις. Εντάξει. Άκουσε με λίγο. Μόνο για λίγο, εντάξει;»

Κατέβαλε προσπάθεια να φερθεί πολιτισμένα και εγώ κατέβαλα προσπάθεια να ηρεμήσω. 

«Ακούω» του είπα.

«Ας το σκεφτούμε το θέμα λίγο καλύτερα. Θες ένα καλό τέλος; Με δυνατό μήνυμα;»

«Ναι».

«Ε, θα πάρω μια καραμπίνα και θα καθαρίσω όσους πολιτικούς μπορώ. Πώς σου φαίνεται;»

«Και πού θα βρεις τα λεφτά για να αγοράσεις καραμπίνα; Δεν έχεις φράγκο».

«Δώσε μου μερικά».

«Έτσι στα καλά καθούμενα; Πώς θα φανεί πειστική η ιστορία; Έχεις δει κανέναν να γεμίζουν οι τσέπες του λεφτά στα καλά καθούμενα;»

«Εντάξει, εντάξει, ηρέμησε. Άκου. Είχα αγοράσει μερικές μετοχές στο χρηματιστήριο αλλά πήγαν κατά διαβόλου. Κάντες να ανέβουν, και να τα λεφτά».

«Τι σόι κοινωνικό μήνυμα είναι δαύτο; Διαφήμιση στον καπιταλισμό θα κάνουμε;»

«Ε, κάνε με να βρω ένα πορτοφόλι!»

«Εσύ είσαι τίμιος, βρε Άρη, θα το επιστρέψεις στον ιδιοκτήτη του!»

«Όχι, όχι, δεν είμαι! Είμαι μεγάλο λαμόγιο!»

«Αηδίες!» αντέδρασα. «Μια χαρά τίμιος είσαι. Λες να μην σε ξέρω; Αφού εγώ σε δημιούργησα. Εσύ έχεις ηθική, δεν κάνεις τέτοια πράγματα».

«Οι άνθρωποι αλλάζουν! Ντε φάκτο! Άκου με που σου λέω!» 

Ειδικά όταν κρέμονται από ένα κοντάρι, έξι ορόφους ψηλότερα από το πεζοδρόμιο.

«Ξέχνα το» του είπα, και σε αυτό ήμουν κάθετος. Το ύφος μου του ξέκοψε κάθε ελπίδα να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο. 

Ο Άρης κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και αφού του ήρθε μια νέα ιδέα, με έδειξε με το δάκτυλο –χωρίς να αφήσει το κοντάρι- και είπε: 

«Το βρήκα!»

«Τι;»

«Τι λες να κάνω απεργία πείνας; Γαμάτο μήνυμα! Ούτε πτώσεις, ούτε αίματα, ούτε λαμογιές, ούτε τίποτα! Ειρηνική διαμαρτυρία και όλα κομπλέ! Και εγώ θα πεθάνω –λέμε τώρα- και συ θα δώσεις το μήνυμα που θέλεις! Ε; Πώς σου φαίνεται η ιδέα; Γκάντι, φίλε μου! Αυτός δεν ήταν υπέρ της ειρηνικής διαμαρτυρίας; Ε; Σούπερ;»

«Χμ…» έκανα και ανασηκώθηκα για να το σκεφτώ λίγο. Δεν ήταν άσχημη ιδέα. Έξυσα το αξύριστο πρόσωπο μου προβληματισμένος.

Όσο το σκεφτόμουν, ο Άρης άπλωσε το δεξί του χέρι προσπαθώντας στα κλεφτά να φτάσει την βεράντα. Έβγαλε την γλώσσα του στο πλάι και την δάγκωσε, αλλά όσο και να ζοριζόταν δεν έφτανε τα κάγκελα. Μόλις γύρισα προς αυτόν, αρπάχτηκε ξανά από το κοντάρι και έκανε τον αδιάφορο. 

«Τι κάνεις;» τον ρώτησα.

«Πιάστηκα. Έκανα μερικές εκτάσεις για να ξεμουδιάσω».

Τον κοίταξα καλά καλά, και φυσικά δεν τον πίστεψα. Ο τύπος είχε ένα φοβερό πείσμα, και τελικά δεν μου πήγαινε καρδιά να τον ξεκάνω. Όσο για την ιδέα του, τι να συζητάμε τώρα; Μου είχε κάνει όλη την ιστορία αχταρμά. Ότι τέλος και να της έδινα, το ενδιάμεσο είχε γίνει μια μπαρούφα και μισή. Ξεφύσηξα απογοητευμένος.

Ξεφύσηξα μάλιστα τόσο δυνατά που ο Άρης έκλεισε τα μάτια του από τον αέρα που προκλήθηκε και που του ήρθε στο πρόσωπο. Για μια στιγμή πήγε πάλι να με βρίσει αλλά συγκρατήθηκε. Μάλλον αποφάσισε πως δεν ήταν και πολύ συνετό να ρισκάρει τις πιθανότητες του τώρα που με είδε κάπως πιο διαλλακτικό. Όταν σταμάτησε να φυσά –όταν δηλαδή σταμάτησα να ξεφυσώ- άνοιξε τα μάτια, σκούπισε το πρόσωπο του με το μπράτσο του και με κοίταξε με κακία.

«Εντάξει» του είπα.

«Τι ‘εντάξει’;»

«Τι ‘τι εντάξει’; Μου έκανες την ιστορία κουρελόχαρτο. Την παρατάω. Πέθανε όπως θέλεις –να δω βέβαια πως θα ζήσεις με τόσα προβλήματα που έχεις. Τέλος πάντων, έλα να σε κατεβάσω».

Ο Άρης με κοίταξε πολύ καχύποπτα. Ειδικά όταν είδε την παλάμη μου να κατεβαίνει και να απλώνεται από κάτω του. Δεν μπορούσε να με εμπιστευτεί με τίποτα.

«Πήδα» του είπα. «Σε κρατάω».

«Σίγουρα;»

«Ναι»

«Δεν θα με αφήσεις μετά, έτσι;»

«Όχι, τελείωσε αυτή η ιστορία. Πήδα στην παλάμη μου να σε ανεβάσω πάνω».

«Σίγουρα;»

Τον κοίταξα με ένα φονικό βλέμμα. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να το παρακάνει και έτσι κατέβασε το ένα του πόδι και το πάτησε στην παλάμη μου. Μετά κατέβασε και το άλλο, κρατώντας πάντα το κοντάρι μήπως και του φύλαγα καμιά δυσάρεστη έκπληξη.

«Δεν θα κάνεις καμιά αδελφιά, ε;» με ρώτησε.

«Τι αδελφιά;» 

«Πουστι@».

«ΜΗΝ ΒΡΙΖΕΙΣ!»

«Δεν ήξερα πως αλλιώς να το πω. Λοιπόν, σε εμπιστεύομαι, εντάξει;»

«Κατέβα!»

«Εντάξει».

Ο Άρης άφησε το κοντάρι και προσγειώθηκε ολόκληρος στην παλάμη μου. Πάντως, δεν τράβηξε στιγμή από πάνω μου τα καχύποπτα μάτια του, ακόμα και όταν είδε πως τον ανέβαζα ψηλά. Και όταν τον έφτασα στην ταράτσα, πήδηξε γρήγορα από το χέρι μου.

Όταν πάτησε στέρεο έδαφος –και όταν βρέθηκε μερικά μέτρα μακριά από την παλάμη μου- ξεφύσηξε τόσο ανακουφισμένος που έμοιαζε να αδειάζει το σώμα του. Πήρε μερικές αναπνοές για να έρθει η ψυχή του στην θέση της και ταυτόχρονα μου έριχνε ματιές για να δει αν κάθομαι φρόνιμα. Όταν βεβαιώθηκε πως την είχε γλυτώσει, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατα και ξεφύσηξε ακόμα πιο πολύ, όπως κάποιος λαχανιασμένος παίρνει βαθιές αναπνοές για να συνέλθει.

Πλέον δεν μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις του με τίποτα. Είχε ανεξαρτητοποιηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα να παρέμβω στο μυαλό του και στις πράξεις του, ότι και να έγραφα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν ή πως αισθανόταν, παρά μόνο να μαντεύω. 

Ο Άρης με κοίταξε όπως ήταν σκυμμένος και είπε:

«Φίου! Παραλίγο, ε;»

Εννοούσε, χαριτολογώντας, πως παραλίγο να γίνει τατουάζ στο πεζοδρόμιο.

Ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ. «Κοίτα, Άρη, συγνώμη για πριν, αλλά που να το φανταστώ ότι θα ζωντάνευες; Αν το ήξερα, δεν θα σε είχα βάλει σε τέτοια ταλαιπωρία. Και μπορεί να σταματούσα και νωρίτερα αν δεν ήσουν τόσο εριστικός. Όπως και να ‘χει, συγνώμη».

Ο Άρης μου κούνησε το χέρι σαν να έλεγε ‘δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα’. 

«Τέλος καλό, όλα καλά» μου είπε.

«Αυτό πες το μου και αύριο, να δω αν θα έχεις την ίδια άποψη».

«Τι; Θα σε δω και αύριο;» έκανε έντρομος.

«Όχι. Είσαι μόνος σου από δω και στο εξής. Δεν ξανασχολούμαι με την ιστορία σου, οπότε τελειώσαμε».

«Ωραία» έκανε ανακουφισμένος. Αλλά βιάστηκε να εξηγηθεί γιατί φοβήθηκε μήπως με πρόσβαλε. «Δεν εννοούσα τίποτα κακό με αυτό, ε;» 

«Μην σε απασχολεί» είπα.

Ανασηκώθηκε και άρχισε να βάζει βιαστικά το πουκάμισο του μέσα στο παντελόνι του, που του είχε βγει με όλη αυτή την φασαρία. 

«Να σου πω» μου είπε σπρώχνοντας το πουκάμισο του πίσω από την πλάτη του. «Τώρα που γνωριστήκαμε και γίναμε φιλαράκια, και πριν εξαφανιστείς οριστικά, τι θα έλεγες να με βοηθήσεις λίγο;»

«Πώς;»

«Τι θα ‘λεγες να κερδίσω το ΛΟΤΤΟ;»

«Α, έτσι θα τα καταφέρεις στη ζωή σου;» είπα με ειρωνεία.

Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τι νόημα έχει τώρα κάτι άλλο; Η ιστορία τελείωσε, εσύ δεν ξανασχολείσαι μαζί μου, εγώ πρέπει να ζήσω με τα χίλια δυο προβλήματα που με φόρτωσες, ε, δεν βοηθάς και λίγο;»

Τον κοίταξα σκεπτικός. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε κανά νόημα να αφήσω αληθοφανή αυτή την ιστορία. Ούτως ή άλλως θα κατέληγε στον κάδο των αχρήστων. Και έπειτα, ομολογώ πως τον είχα συμπαθήσει και λιγάκι. 

«Εκτός από αυθάδης είσαι και αλαζόνας» του είπα. «Αλλά, εν πάση περιπτώση, εντάξει. Μόνο και μόνο για την ταλαιπωρία σου, παίξε ΛΟΤΤΟ τώρα που θα φύγεις και κλείσαμε».

«Αλήθεια; Και θα κερδίσω; Σούπερ! Είσαι ωραίος τελικά! Λοιπόν, αν δεν έχεις κανά πρόβλημα, εγώ καιρός να πηγαίνω τώρα, εντάξει;» είπε.

Και κίνησε προς την πόρτα από την οποία είχε βγει στην ταράτσα, χωρίς να περιμένει την απάντηση μου. Μάλλον ήθελε να εξαφανιστεί το συντομότερο δυνατόν, λες και υπήρχε περίπτωση να μετανιώσω και να αρχίσω πάλι να τον ταλαιπωρώ.

Μόλις έφτασε στην πόρτα, γύρισε πάλι προς τα μένα.

«Α, και κάτι ακόμα» μου είπε. «Αν θελήσεις να γράψεις καμιά άλλη ιστορία, διάλεξε κανάν άλλον χαρακτήρα αυτή τη φορά, εντάξει;» 

«Μην το παρατραβάς» του είπα.

«Εντάξει, εντάξει» είπε και έφυγε. Τον άκουσα να κατεβαίνει την σκάλα, στην αρχή διστακτικά και μετά τρέχοντας. Στο τέλος πρέπει να πήδαγε τα σκαλοπάτια τρία τρία. Τον είδα από ψηλά να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας στον δρόμο και να φεύγει σφαίρα, μέχρι που εξαφανίστηκε.

Ανασήκωσα το βλέμμα μου μάλλον με ευθυμία. Μετά χάζεψα λίγο την κοινωνία από κάτω μου, που την είχα φτιάξει καθ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωση με αυτή που ζούσα στην πραγματικότητα. Τα ίδια προβλήματα είχαν τα δημιουργήματα μου, τα ίδια προβλήματα είχαμε και εμείς. Κι εμείς δημιουργήματα ήμασταν. Που ξέρεις, ίσως όλοι οι Θεοί τελικά να ταλαιπωρούν τα δημιουργήματα τους προσπαθώντας να φτιάξουν έτσι τον δικό τους κόσμο.

Αναστέναξα. Και πήγα με την πένα μου στα γραφεία του ΟΠΑΠ να κανονίσω την κλήρωση του ΛΟΤΤΟ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου