- «Μπαίνει ένας μεθυσμένος Ιρλανδός σε
ένα σάντουιτς-μπαρ στην Αγγλία και ρωτάει τον υπάλληλο: «Πόσο θέλεις για
τα ρολά τυριού;» Ο υπάλληλος του απαντάει: «Σου δίνω δυο με μια λίρα». Ο
Ιρλανδός τον κοιτάει με καχυποψία. «Πόσο θέλεις για το ένα;». «75
πένες» του λέει κοφτά ο υπάλληλος. Και του απαντάει με σίγουρο ύφος ο
Ιρλανδός: «Καλά, θα πάρω το άλλο»...
Το υστερικό γέλιο του Νέντ και του Μπράιαν σκέπασε οποιοδήποτε άλλο ήχο στο μαγαζί. Αυτό φυσικά δεν ήταν και κανένα τρομερό κατόρθωμα καθώς ήταν Δευτέρα και στη παμπ του Τζίμι τις Δευτέρες πήγαινε μόνο όποιος είχε πραγματικά μεγάλη ανάγκη να πιει και δεν είχε προλάβει να ανανεώσει τα αποθέματα του σπιτιού του πριν κλείσει το μπακάλικο του Ο’ Μάλει.
Στη παμπ υπήρχαν όλοι κι όλοι οχτώ
άνθρωποι. Τρεις πιτσιρικάδες που έπαιζαν βελάκια δίπλα στο κεντρικό
παράθυρο αναφέροντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη φράση «τα βυζιά της
Μάγκι», δυο μεσήλικες που παρακολουθούσαν αμίλητοι κι από διαφορετικά
τραπεζάκια έναν αδιάφορο αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ στη τηλεόραση πίνοντας
ουίσκι, ο Νέντ και ο Μπράιαν που ήταν κολλητοί φίλοι στο ποτό και στη
ζωή από μωρά παιδιά και οι οποίοι καθόταν στο μπαρ και ο Τζίμι,
ιδιοκτήτης, μπάρμαν, σερβιτόρος, μάγειρας, ντισκ-τζόκει, υπεύθυνος
ασφαλείας και κάτοχος όλων των ρεκόρ που σχετίζονται με την κατανάλωση
μπύρας στη μικρή πόλη του Ενίσκιλεν. Από τα ηχεία ακουγόταν ένα κομμάτι
των Waterboys, που δεν ήταν το «The Whole Of The Moon».
- «Νομίζω ότι είναι η τρίτη φορά που λες αυτό το ανέκδοτο αυτή την εβδομάδα, Νέντ»
- «Και γέλασες και τις τρεις»
Το γέλιο τους, αν και όχι τόσο βροντερό αυτή τη φορά, πλημμύρισε ξανά το μαγαζί.
- «Αυτό το ανέκδοτο το είπε ο Πίτερ Ο’Φλιν πριν λίγο καιρό που βλέπαμε την Τσέλσι εδώ πέρα»
- «Ο Ο’Φλιν, ο ψαράς, ο μεθύστακας;»
- «Ναι, αυτός. Μας έλεγε πάλι τις γνωστές ιστορίες του. Ότι έπιασε ένα ξιφία που ήταν 8,5 μέτρα και 400 κιλά. Όταν τον πιέσαμε λίγο τον βρωμόγερο τον έκανε 6 μέτρα αλλά ανέβασε τα κιλά. Δεν τον πιάνεις πουθενά τον άτιμο»
- «Κλασσικός ψεύτης. Παλιότερα έλεγε ότι όταν ήταν παιδί πήγαινε κάθε μέρα για ψάρεμα μαζί με τον Τζόρτζ Μπέστ στο Μπέλφαστ κι ότι εκείνος του έμαθε πάνω στη βάρκα πως να προσποιείται εν κινήσει. Έχει μεγάλη φαντασία ο κατεργάρης. Σου έχω πει τη θεωρία μου, Νέντ. Οι μεγαλύτεροι ψεύτες στον κόσμο είναι οι ψαράδες. Μετά πάνε οι πολιτικοί. Μετά οι γυναίκες. Μετά οι Σκοτσέζοι. Μετά είναι ο αδερφός της γυναίκας μου. Και μετά οι δικηγόροι»
- «Ο Ο’Φλιν, ο ψαράς, ο μεθύστακας;»
- «Ναι, αυτός. Μας έλεγε πάλι τις γνωστές ιστορίες του. Ότι έπιασε ένα ξιφία που ήταν 8,5 μέτρα και 400 κιλά. Όταν τον πιέσαμε λίγο τον βρωμόγερο τον έκανε 6 μέτρα αλλά ανέβασε τα κιλά. Δεν τον πιάνεις πουθενά τον άτιμο»
- «Κλασσικός ψεύτης. Παλιότερα έλεγε ότι όταν ήταν παιδί πήγαινε κάθε μέρα για ψάρεμα μαζί με τον Τζόρτζ Μπέστ στο Μπέλφαστ κι ότι εκείνος του έμαθε πάνω στη βάρκα πως να προσποιείται εν κινήσει. Έχει μεγάλη φαντασία ο κατεργάρης. Σου έχω πει τη θεωρία μου, Νέντ. Οι μεγαλύτεροι ψεύτες στον κόσμο είναι οι ψαράδες. Μετά πάνε οι πολιτικοί. Μετά οι γυναίκες. Μετά οι Σκοτσέζοι. Μετά είναι ο αδερφός της γυναίκας μου. Και μετά οι δικηγόροι»
Τη φιλοσοφική συζήτηση τους διέκοψε ο
ήχος της πόρτας που άνοιγε. Δυο τύποι μπήκαν στη παμπ, περιεργάστηκαν
για λίγο το χώρο και τελικά κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος του
μαγαζιού. Ο ένας ήταν ψηλός, με κοντά μαλλιά και αρκετά γεροδεμένος για
την ηλικία του. Πρέπει να πλησίαζε τα 45. Ο δεύτερος ήταν κοντός – ή
τουλάχιστον έτσι φαινόταν δίπλα στον άλλον – και είχε το κλασσικό,
ελαφρώς ‘χαμένο’, βλέμμα όλων των Ιρλανδών, νηφάλιων ή μη: Το βλέμμα
κάποιου που μόλις του έχουν πει δυο σημαντικές πληροφορίες. Ταυτόχρονα.
- «Έχω την εντύπωση πως κάπου τον ξέρω τον ψηλό».
- «Κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που. Κάτσε να ρωτήσουμε τον Τζίμι. Ει, Τζίμι. ΤΖΙΜΙ.»
- «Κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που. Κάτσε να ρωτήσουμε τον Τζίμι. Ει, Τζίμι. ΤΖΙΜΙ.»
Ο Τζίμι καθόταν όρθιος στην άλλη άκρη
του μπαρ, με τα χέρια στηριγμένα πάνω στη μπάρα και παρακολουθούσε το
ματς μ’ ένα βαριεστημένο ύφος που μαρτυρούσε πως δεν τον ενδιέφερε η
εξέλιξη του. Του αρκούσε να κοιτάει τη γνώριμη εικόνα μιας μπάλας που
κυλάει πάνω σε χόρτο. Ήταν θηριώδης, με κοντό γκριζαρισμένο μαλλί, ένα
μικρό σκίσιμο στο δεξί φρύδι από κάποιον πολύ παλιό καυγά κι ένα
προγούλι και μια κοιλιά που πρόδιδαν τις διατροφικές και καταναλωτικές
του συνήθειες. Είχε περάσει τα 50 και είχε δυο κόρες. Το μεγάλο και
ανεκπλήρωτο όνειρο του ήταν να αποκτήσει επιτέλους ένα γιο, ώστε όταν
αυτός θα έφτανε στην κατάλληλη ηλικία, την οποία προσδιόριζε κάπου
ανάμεσα στα 13 με 14, να τον περνούσε από τη διαδικασία της ωρίμανσης,
κατά την οποία έμμεσα θα του μεταλαμπάδευε όλα όσα είχε μάθει στη ζωή
του. Στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, την οποία είχε περιγράψει με
κάθε λεπτομέρεια τουλάχιστον έξι φορές σε κάθε θαμώνα της παμπ του, θα
τον έβαζε να δει την Άγρια Συμμορία’ του Πέκινπα, να ακούσει το ‘Weeping
Song’ του Nick Cave και να δει το τελευταίο παιχνίδι του Ζιντάν με την
εθνική Γαλλίας, τον τελικό με την Ιταλία, τον οποίο έχει κρατημένο σε
μια κασέτα VHS και στον οποίο ο Ζιντάν «έδειξε σε 10 δισεκατομμύρια
ανθρώπους πως ένας άντρας κρύβει μέσα του και στυλ και τσαμπουκά» όπως
χαρακτηριστικά έλεγε κάθε φορά, χωρίς ποτέ κανείς να διορθώσει την
υπερβολή του στο νούμερο. Μέσα σ’ αυτά τα τρία πράγματα κρυβόταν κατά
τον Τζίμι όλα τα εφόδια που χρειαζόταν ένα αγόρι για να γίνει άντρας.
Όταν θα κατάφερνε να ζήσει αυτή τη στιγμή θα μπορούσε μετά να πεθάνει
ευτυχισμένος πίνοντας τόσο πολύ αλκοόλ, που αυτό θα πλημμύριζε τα σωθικά
του και θα έβγαινε από τους πόρους όλου του σώματος του πριν προλάβει
καν να τον πιάσει κατούρημα.
- «Κι άλλη μπύρα Νέντ; Μήπως να μειώσεις λίγο το ρυθμό; Είσαι στην 5η και δεν είναι ακόμα ούτε 8.30″
- «Όχι, όχι ακόμα. Έλα λίγο εδώ να σε ρωτήσω κάτι»
- «Όχι, όχι ακόμα. Έλα λίγο εδώ να σε ρωτήσω κάτι»
Ο Τζίμι τους πλησίασε, κρατώντας πάντα
στο χέρι ένα ποτήρι γεμάτο με 568 ml μπύρας το οποίο άδειαζε και γέμιζε
αμέτρητες φορές. Το βράδυ μπροστά στη γυναίκα του οι αμέτρητες αυτές
φορές δηλωνόταν απολογητικά ως «πέντε όλες κι όλες». Τα διάφορα σφηνάκια
και κάποια διαλείμματα με ουίσκι έμεναν, ‘τυχαία’, πάντα εκτός της
απογραφής του.
- «Ο ψηλός εκεί στο βάθος, που μπήκε μόλις τώρα, δεν σου θυμίζει κάποιον;»
- «Ναι. Είναι ο Ρόι Κάρολ»
- «Ο τερματοφύλακας, από το Τάμλατ που έπαιζε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ; Ο μεθύστακας που είχε φάει το αστείο γκολ από το κέντρο, εκείνο που δεν μπήκε; Αυτός δεν ήταν που είχε μπλέξει και με το τζόγο;»
- «Ναι, λέμε. Αυτός. Είχε έρθει και τις προάλλες και ήπιαμε μερικές μπύρες μαζί. Ωραίος τύπος. Μου είπε την ιστορία του. Περίεργα πράγματα, να πω την αλήθεια»
- «Για πες»
- «Μου είπε ότι στο τέλος της καριέρας του κατέληξε στην Ελλάδα, γιατί δεν τον ήθελε κανείς πλέον. Κι εκεί δεν τον είχαν βασικό, γιατί καταλαβαίνεις, ήταν κωλόγερος πλέον για να παίζει μπάλα. Και μια μέρα που έπαιζαν ένα πολύ σημαντικό ματς στη Ρωσία, στους -15 βαθμούς Κελσίου, εκεί που για να κατουρήσεις πρέπει να βρεις στόχο κουμαντάροντας ένα πραγματάκι 4 εκατοστών ανάμεσα από ρούχα 10 εκατοστών, ο βασικός τους τερματοφύλακας έκανε πέναλτι και αποβλήθηκε. Και μπαίνει μέσα ο Ρόι που μέχρι τότε ήταν χωμένος κάτω από την κουβέρτα και σχεδόν συνταξιούχος και πιάνει το πέναλτι!»
- «Στην πρώτη επαφή του με τη μπάλα;»
- «Ναι, λέμε. Και μη βιάζεσαι, έχει κι άλλο. Γίνεται χαμός, τον αποθεώνουν όλοι οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι και τον βάζουν βασικό στον επαναληπτικό αγώνα. Και πιάνει, λέει, τα πάντα. Ότι πάει μέσα. Ο γερο-Ρόι! Σε κάποια φάση κιόλας κι ενώ οι Ρώσοι πιέζουν, παθαίνει θλάση. Πονούσε αλλά επειδή δεν υπήρχε κάποιος έμπειρος τερματοφύλακας στον πάγκο για να τον αλλάξει, συνέχισε για μισή ώρα με ένα πόδι να αποκρούει όλα τα σουτ. Έπαιζε μισή ώρα τραυματίας και δεν έφαγε γκολ! Στο τέλος όλο το γήπεδο τραγουδούσε όρθιο το όνομα του και τις επόμενες μέρες ήταν πρώτο θέμα σ’ όλη την Ελλάδα. Συνεντεύξεις, αφιερώματα, φωτογραφίες. Χαμός. Τον έμαθε όλη η χώρα. Αυτά μου είπε και τα είπε πριν καν φτάσουμε στο τέταρτο ποτήρι. Καταλαβαίνετε…»
- «Ναι. Είναι ο Ρόι Κάρολ»
- «Ο τερματοφύλακας, από το Τάμλατ που έπαιζε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ; Ο μεθύστακας που είχε φάει το αστείο γκολ από το κέντρο, εκείνο που δεν μπήκε; Αυτός δεν ήταν που είχε μπλέξει και με το τζόγο;»
- «Ναι, λέμε. Αυτός. Είχε έρθει και τις προάλλες και ήπιαμε μερικές μπύρες μαζί. Ωραίος τύπος. Μου είπε την ιστορία του. Περίεργα πράγματα, να πω την αλήθεια»
- «Για πες»
- «Μου είπε ότι στο τέλος της καριέρας του κατέληξε στην Ελλάδα, γιατί δεν τον ήθελε κανείς πλέον. Κι εκεί δεν τον είχαν βασικό, γιατί καταλαβαίνεις, ήταν κωλόγερος πλέον για να παίζει μπάλα. Και μια μέρα που έπαιζαν ένα πολύ σημαντικό ματς στη Ρωσία, στους -15 βαθμούς Κελσίου, εκεί που για να κατουρήσεις πρέπει να βρεις στόχο κουμαντάροντας ένα πραγματάκι 4 εκατοστών ανάμεσα από ρούχα 10 εκατοστών, ο βασικός τους τερματοφύλακας έκανε πέναλτι και αποβλήθηκε. Και μπαίνει μέσα ο Ρόι που μέχρι τότε ήταν χωμένος κάτω από την κουβέρτα και σχεδόν συνταξιούχος και πιάνει το πέναλτι!»
- «Στην πρώτη επαφή του με τη μπάλα;»
- «Ναι, λέμε. Και μη βιάζεσαι, έχει κι άλλο. Γίνεται χαμός, τον αποθεώνουν όλοι οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι και τον βάζουν βασικό στον επαναληπτικό αγώνα. Και πιάνει, λέει, τα πάντα. Ότι πάει μέσα. Ο γερο-Ρόι! Σε κάποια φάση κιόλας κι ενώ οι Ρώσοι πιέζουν, παθαίνει θλάση. Πονούσε αλλά επειδή δεν υπήρχε κάποιος έμπειρος τερματοφύλακας στον πάγκο για να τον αλλάξει, συνέχισε για μισή ώρα με ένα πόδι να αποκρούει όλα τα σουτ. Έπαιζε μισή ώρα τραυματίας και δεν έφαγε γκολ! Στο τέλος όλο το γήπεδο τραγουδούσε όρθιο το όνομα του και τις επόμενες μέρες ήταν πρώτο θέμα σ’ όλη την Ελλάδα. Συνεντεύξεις, αφιερώματα, φωτογραφίες. Χαμός. Τον έμαθε όλη η χώρα. Αυτά μου είπε και τα είπε πριν καν φτάσουμε στο τέταρτο ποτήρι. Καταλαβαίνετε…»
Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε σιγή
μεταξύ τους. Σαν συγχρονισμένη ομάδα και οι τρεις πλησίασαν τα ποτήρια
στο στόμα τους και κατέβασαν μια γερή δόση μπύρας. Από τα ηχεία του
μαγαζιού ακουγόταν πλέον το ‘Whiskey in the jar’ από τους Thin Lizzy.
Μόλις τα ποτήρια ακούμπησαν ξανά το ξύλο της μπάρας ο Νέντ σχολίασε.
- «Καημένος Ρόι. Άλλος ένας που δεν κατάφερε να κερδίσει το αλκοόλ»
- «Πρώτα είναι οι ψαράδες. Μετά οι πολιτικοί. Μετά πάνε οι γυναίκες. Μετά οι Σκοτσέζοι. Μετά είναι ο αδερφός της γυναίκας μου. Μετά οι δικηγόροι. Πρέπει να καθίσω να σκεφτώ σε ποια θέση θα στριμώξω τους ποδοσφαιριστές» συμπλήρωσε, εμφανώς προβληματισμένος, ο Μπράιαν και το ποτήρι του ξαναπήρε το δρόμο για το στόμα του.
- «Πρώτα είναι οι ψαράδες. Μετά οι πολιτικοί. Μετά πάνε οι γυναίκες. Μετά οι Σκοτσέζοι. Μετά είναι ο αδερφός της γυναίκας μου. Μετά οι δικηγόροι. Πρέπει να καθίσω να σκεφτώ σε ποια θέση θα στριμώξω τους ποδοσφαιριστές» συμπλήρωσε, εμφανώς προβληματισμένος, ο Μπράιαν και το ποτήρι του ξαναπήρε το δρόμο για το στόμα του.
elsombrero.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου